Ιστορικά στοιχεία

Ιστορικά στοιχεία

Η ιστορία του Αδάμ

     Η έρευνα της προέλευσης και η χρονολόγησης του οικισμού είναι ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί στα σημάδια κατοίκησης της γύρω περιοχής εμπλέκονται σημαντικά οι μυθικές ιστορίες της καταγωγής του χωριού.

   Λέγεται πως το χωριό υπήρχε από τα προ Χριστού χρόνια και υπέστη συνολικά τρεις καταστροφές.

Η πρώτη ίδρυσή του παραμένει άγνωστη. Η παράδοση αναφέρει πως επιδρομείς από την Ασία, ήρθαν στην Χαλκιδική, πέρασαν από την Ποτίδαια και μέσο Γαλάτιστας ήρθαν και στρατοπέδευσαν στην κοιλάδα του Ζάγκλη (Ζαγκλιβέρι). Τότε το Αδάμ υπέστη και την πρώτη ολοκληρωτική καταστροφή του.

Έπειτα από τη θέση “Παλιαδάμ” όπου ήταν χτισμένο αρχικά, μεταφέρθηκε στην τοποθεσία “Αδαμιώτισσα”. Ακολούθησε δεύτερη καταστροφή μετά την άλωση της Θεσσαλονίκης από τους Τούρκους το 1430μ.Χ.

Το σημερινό χωριό λέγεται ότι το έχτισε ο Εντέμ-μπέης, Τούρκος διοικητής της περιοχής και το είχε για τσιφλίκι του.

Το Αδάμ γνώρισε την τρίτη του καταστροφή την περίοδο της επανάστασης, με τον ξεσηκωμό του οπλαρχηγού των Σερρών, Εμμανουήλ Παπά. Της καταστροφής γλύτωσαν μόνο τρία σπίτια, του Παπαζούδη, του Γκιζέλη και του Διαβατούδη. Λέγεται πως ο Εμ. Παπάς περνώντας ξεσήκωσε τους ντόπιους να επαναστατήσουν. Ο ξεσηκωμός είχε ιδιαίτερη επιτυχία και οι Τούρκοι για αντίποινα κατέστρεψαν το χωριό. Οι Αδαμιώτες έφυγαν προς Χαλκιδική και επέστρεψαν αφού ηρέμησαν τα πράγματα, χτίζοντας το χωριό στην ίδια θέση, στην οποία παραμένει και σήμερα.

Ο δάσκαλος Β. Ηλιάδης δίνει τη δική του εκδοχή πιθανολογώντας ότι το χωριό δεν είναι τόσο παλιό. Υποστηρίζει ότι χτίστηκε στα Βυζαντινά χρόνια και άλλαξε τρεις τοποθεσίες.

Η αρχική ήταν στην θέση “Πέρα μεριά”. Χώρος πεδινός και με αρκετά νερά. Ιδιαιτέρα βολικός λοιπόν για κατοίκους που ασχολούταν ως επί το πλείστον με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ακόμη και σήμερα η τοποθεσία αυτή ονομάζεται “Παλιαδάμ”.

Κατά την άλωση της Θεσσαλονίκης το 1430 στο χωριό εγκαταστάθηκε και αρκετά μεγάλος Τουρκικός πληθυσμός. Επειδή όμως οι Τούρκοι δεν ήθελαν τους Έλληνες στο χώρο τους, με τον “τρόπο” τους, τους ανάγκασαν να αποσυρθούν στα παραπάνω, πιο ορεινά, εδάφη. Έτσι πιθανόν, σιγά σιγά, το Αδάμ μεταφέρθηκε στη δεύτερή του τοποθεσία. Τη θέση Αδαμιώτισσα. Πιθανολογείτε πως τα σπίτια εκεί δεν ξεπερνούσαν τα 25 με 30. Λόγω του μικρού αριθμού των σπιτιών, συμπεραίνεται πως κάποιοι κάτοικοι, την περίοδο αυτή μεταφέρθηκαν προς το Ζαγκλιβέρι.

Σε σχετικά μικρή απόσταση από αυτή τη θέση, μέσα σε μια ρεματιά, οι κάτοικοι έχτισαν το ξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής για να εκκλησιάζονται.

Η ορεινή και δύσβατη ευρύτερη περιοχή, εκείνα τα χρόνια, βοηθούσε τους κατοίκους να βρίσκονται μακριά από τις ενοχλήσεις των Τούρκων. Μόνη πηγή εσόδων αποτελούσε η κτηνοτροφία και κατά δεύτερο λόγο η αμπελουργία.

Ο ήσυχος βίος δεν κράτησε πολύ και οι Τούρκοι άρχισαν πάλι να ενοχλούν τους κατοίκους. Τότε οι Αδαμιώτες μετακινήθηκαν λίγο χαμηλότερα, στην περιοχή που βρίσκεται το σημερινό χωριό. Αιτία για αυτή τη μετακίνηση στάθηκε το εξής περιστατικό.

Στην περιοχή στάλθηκε ως διοικητής ο Τούρκος Εντέμ-μπέης. Αυτός ανάγκασε τους κατοίκους να χτίσουν το χωριό σ’ αυτή την τοποθεσία και δημιούργησε το νέο χωριό, χρησιμοποιώντας το ως τσιφλίκι του.

Ακόμα και σήμερα δεν είναι λίγες οι φορές που σκάβοντας στην ευρύτερη περιοχή οι κάτοικοι εντοπίζουν ίχνη του παλιού χωριού.

Το Αδάμ ελευθερώθηκε από τους Τούρκους το 1912, μαζί με τη Θεσσαλονίκη.  Το Αδάμ αναγνωρίστηκε επίσημα ως Κοινότητα και ενσωματώθηκε στο Ελληνικό Κράτος το 1918. Αργότερα, το 1923 με την ανταλλαγή των πληθυσμών απαλλάχτηκε από την παρουσία των Τούρκων οριστικά. Σ’ αυτό το διάστημα το χωριό αύξανε διαρκώς τον πληθυσμό και την έκτασή του. Μέχρι το Σεπτέμβριο του 1930 στη δύναμή του άνηκαν και  τα χωριά Μεσόκωμο (Γκιρέν), Καλαμωτό (Καρά-γκιολ) και Αγγελοχώρι (Σουφλάρ), τα οποία μετά αποσπάστηκαν και δημιούργησαν χωριά με έδρα το Καλαμωτό.

     Τις επόμενες δεκαετίες το χωριό στηρίχθηκε οικονομικά στις καλλιέργειες του καπνού, στην παραγωγή κτηνοτροφικών προϊόντων και κρασιού. Επίσης υπήρχε η παραγωγή σιτηρών και το εμπόριο ψάθινων ειδών φτιαγμένα από σαμάκο, ραγάλι, ιτιά ή λυγαριά που βρισκόταν στις όχθες του βάλτου (βάλτα) που υπήρχε στα βορειοανατολικά του χωριού. Η βάλτα αποστραγγίστηκε στα 1953 για να δοθεί για καλλιέργειες σιτηρών καλαμποκιού και λεύκας. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί ότι η βάλτα ήταν πλούσια σε ψάρια και οι παλιότεροι αναφέρονται συχνά για τα ιδιαίτερης νοστιμιάς τους γριβάδια.

    Σήμερα σε μεγάλο ποσοστό στο χωριό υπάρχουν συνταξιούχοι και οι περισσότεροι κάτοικοι απασχολούνται στον τομέα της τριτογενής παραγωγής στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.