Η λάκα
Τα παλιότερα χρόνια όταν ακόμα είμασταν γυμνασιόπιδα στο Αδαμ υπήρχει πολύ ενδιαφέρουν για τ΄Λάκα. Του θμούντι οι παλνοί καλά αυτόν τουν τόπο.
Η μπάρμπας η Στέργιους η Ρέμπους, αγουνίσκει πουλύ να αξιουποίησ’ του λάκκου που ‘έτριχει η τσουλνάρα τσ’Λάκας .
Κάθι μέρα λοιπόν η Στέργιους δούλιυει χουρις σταματμό ,πέτρουσι ούλου τουν λάκκου κι από τσ’δυο μιρες κι έκαμι τουν χώρου να έχ(ι) πρόσουπου.
Κι έτς’καθι απογιμα τα καλουκαίρια η λάκκα αποχτούσι ζουή . Ούλνοι νέ(οι) Λάκζαν κατά τα’Λάκα μι τα καρπούζια παραμάσκαλα (δεν υπήρχαν ναύλουν σακκούλις ιτότι ) κι τα σταφύλια τα κρέχκα κι τάβαζαν στ’ κουπανούδα κι του μπουζάτου νιρό απού τσιουλνάρα τα πάγουνι στου λιφτό .
Ικί να δγης αλπαρούδις που ξιφλουδούσαν οι αδαμιουτάδις κι ουλούς η τόπους αχουλουγούσι απού γέλια κι χάχανα.
Κι όταν αρχίνσαν να τρανιεύουν κι τα πεύκα η τόπους γίνκι πουλύ τρέλλα. Μα αυτό το όνειρου δεν κράτσι για πουλύ,η μπάρμπα Στέργιους γέρασι, μας αφήκι χρόνους κι η λάκκους μι τη τσιουλνάρα απόμνει στ’μοίρατ’. Κι καθώς η χρόνους ούλα τ' αλλάζ’ κι τα παραμουρφών’ κι η λάκκα δε γλύτουσι, ντ’καπάκουσι η τσίγρα κι δε θμίζ΄τίπουτα απού ντ’παλιά ντ’δόξα.
Μέσα μας όμους ίμεις που τόζισαμι αυτό του γιγουνός μας θμίζ’τα πιδικά μας τα χρόνια τα γύριστα κι γαλινιεύ’ του μυαλόμας.
Μαρία Λιναρούδη Παπαζά