Σελίδα 5 από 26
Γ
- Γαβάν'(ι) (το)= αυνανισμός (ο Γαβανιάρ΄ς)
- Γαλιέντσια (τα)= σαγιονάρες ξύλινες με πετσί
- Γανιάζου = κοπιάζω
- Γαστέρα (η)= μπουκάλι
- Γιαζίκ= αλοίμονο (τούρκικο)
- Γιάντις (ο)= κόκαλο του θώρακα της κότας
- Γίομα (το)= μεσημέρι
- Γιουντζές (ο)= τριφύλλι για τα ζώα
- Γιουρντάν'(ι) (το)= περιδέραιο
- Γιούφτους (ο)= γύφτος
- Γιουφτουφάσλα (τα)= μαυρομάτικα φασόλια
- Γιρουντώ = ορμώ
- Γκαϊλιές (ο)= στεναχώρια
- Γκαρλίκα (η)= ξύλο-δεκανίκι του βοσκού
- Γκασγκάνα (η)= η τράχηλος των πουλιών (μεταφορικά αυτός που πίνει πολύ)
- Γκδούν'(ι) (το)= κουδούνι
- Γκέλμπιρ (το)= εργαλείο που βγάζουν τα κάρβουνα από το φούρνο
- Γκιβιϊτίζουμι = δίνω βάση, εμπιστεύομαι
- Γκιόλαβους (ο)= γυμνός
- Γκιούμ (το)= σκεύος για το άρμεγμα
- Γκιργκιτζιλιάνους (ο)= ο λαιμός της κότας στο φαγητό
- Γκιρλιέσ' (το)= επιδημία
- Γκλάβα (η)= κεφάλι
- Γκλάρους (ο)= πελαργός
- Γκλόστρ (ο)= πλάστης για γλυκά
- Γκντώ = σκουντώ
- Γκουγκώ = βογκάω
- Γκουλαβούδια (τα)= τα νεογνά των πουλιών
- Γκουντλώ = παραπατάω συνήθως από μεθύσι
- Γκουρτζιλούδ' (το)= γουρουνάκι
- Γκρέμ'σα = έπεσα
- Γλαβανή (η)= καταπακτή
- Γνι (το)= υνί
- Γραπατσώνου= τραυματίζω, σχίζω το δέρμα (αόριστ γραπατσώθκα)
- Γυαλίζουμι= κοιτάζομαι στον καθρέφτη