Σελίδα 4 από 26
Β
- Βαβά (η)= γιαγιά
- Βαγιόνα (η)= μεγάλο βαρέλι όπου γινόταν το κρασί
- Βαζουκουπώ = κάνω δυνατό θόρυβο
- Βαϊζω = γέρνω
- Βακούφκους (ο)= ο κοινός για όλους
- Βασταγαριά (η)= ξύλινη βέργα που στηρίζει τα φορτωμένα δέντρα (μεταφορικά το ξύλο)
- Βάσταγας (ο)= Θάμνος
- Βατσ'νιά (η)= θάμνος με αγκάθια
- Βατσ'νιαζου = δυσανασχετώ
- Βζούδα (η)= μικρή κοιλιά
- Βιράν'κου (το)= έρημο, αφημένο
- Βίτσα (η)= λεπτή ξύλινη βέργα
- Βνιά (η)= κοπριά της αγελάδας (μεταφορικά ο τεμπέλης, ο βραδυκίνητος)
- Βόλις (οι)= νέα
- Βρεχτούρα (η)= ποτιστήρι