Σελίδα 16 από 26
Ξ
- Ξανάχουμα (το)= εκταφή
- Ξιάν'ξει = καλυτέρεψε (κυρίως ο καιρός)
- Ξιαπουσταίνου = ξεκουράζομαι
- Ξιαρίζου = καθαρίζω τα άλογα (και την κοπριά των ζώων)
- Ξιγκουλιαβίσκα = ξεντύθηκα, ξεγυμνώθηκα
- Ξιζεύου = ξεπεζεύω το ζώο
- Ξιθλικώθκει = ξεκουμπώθηκε
- Ξικάπνιστους (ο)= χαζός (η ξικάπνιστην)
- Ξικουλσούμ = στο διάβολο να πάνε
- Ξιμπουσάντσα = χαλάρωσα, αφέθηκα
- Ξινισκιρίζου = τα κάνω όλα άνω κάτω για να βρω κάτι που ψάχνω
- Ξιντιπιάζου = μαζεύω τα πρώτα ώριμα φύλλα του καπνού
- Ξιπατώνου = ξεριζώνω
- Ξίτκην (η)= χαζή (ο ξίτκους)
- Ξ'λόρθα (η)= μπεκάτσα
- Ξόγανου (το)= άσχημος
- Ξυπουλσμένους = γυμνός