Σελίδα 14 από 26
Μ
- Μαγκουσάρ'ς (ο)= κολπαδόρος
- Μαθές = τάχα, δήθεν
- Μάϊ = άντε
- Μαλιαγρίζου= παιδεύω κάτι πολύ
- Μαλλίνα (η)= φανέλα μάλλινη πλεκτή
- Μαμαλίκα (η)= χρήματα
- Μανιά (η)= γιαγιά, γυναίκα μεγάλης ηλικίας
- Μαντραβίτσα (η)= μυρμηγκιά, δερματικό εξάνθημα
- Μαρούδα (η)= πασχαλίτσα
- Μασάλ'(ι) (το)= ανέκδοτο
- Μαστραπάς (ο)= ποτήρι μεταλλικό με χερούλι
- Μάτ'ς (το)= γάτα
- Mατζιούρσα = η μαύρη γυναίκα
- Μαχαλάς (ο)= γειτονιά
- Μέλουρ (το)= μελίγκρα
- Μεσάλ'(ι) (το)= πετσέτα που σκεπάζουμε το ψωμί
- Μιριμέτ' (το)= μερεμέτι
- Μιρλιάρ'ς (ο)= κλαψιάρης
- Μ'λάρ' (το)= μουλάρι
- Μ'λώνου = το βουλώνω, δε μιλώ
- Μουαμπέτ (το)= κουβέντα
- Μουνασίπ' (το)= ταιριαστό
- Μούρτζιους (ο)= λερωμένος συνήθως στο πρόσωπο
- Μουσμούλ'ς (ο)= αυτός που αργεί
- Μούτσιανους (ο)= μικρός σε ηλικία
- Μουχάν'(ι) (το)= εργαλείο που βγάζει αέρα σε καμίνι
- Μουχός (ο)= μούχλα
- Μπαϊά = πάρα πολύ, υπερβολικά
- Μπαϊλτσα = κουράστηκα
- Μπαϊρ (το)= θάμνος
- Μπακράτσα (η)= αγγείο μικρότερο από καζάνι
- Μπακρατσάς (ο)= μεταφορικά αυτός που έχει μεγάλο και αγύριστο κεφάλι
- Μπάμπαλου (το)= σκουπίδι
- Μπαμπαλιάρ'ς (ο)= αυτός που λέει πολλά
- Μπαμπάτ'σκους (ο)= ευτραφής, τροφαντός (η Μπαμπατσάνα)
- Μπαντάκουσα = βούλιαξα σε λάσπη
- Μπαντιακός (ο)= αυτός που κάνει ποδαρικό στο σπίτι την νέα χρονιά
- Μπάρα (η)= λακούβα με νερό αλλά και μικρή λιμνούλα
- Μπασιάρτσμα (το)= πετυχαίνω το στόχο
- μπασκί =εργαλείο ξύλινο με ενσωματωμένη μετταλική μύτη
- Μπάτα (η)= αδελφή
- Mπατάλου=άγαρπη κακόβαλτη
- Μπατάκ'(ι) (το)= κακοπληρωτής
- Μπατζιάς (ο)= καπνοδόχος
- Μπιζέρσα = βαρέθηκα
- Μπικάδ (το) ή Μπίκας (ο)= αρσενικό μοσχάρι, βόδι
- Μπιλιτσίκια (τα)= βραχιόλια
- Μπιλμπίδια (τα)= στραγάλια μαλακά
- Μπινιβρέκ'(ι) (το)= παντελόνι κοντό και φαρδύ μέχρι τον αστράγαλο
- Μπιρικιέτ (το)= χαμπέρι, νέο συνήθως καλό
- Μπιτίζου = τελειώνω
- Μπίτσι = τελείωσε
- Μπιτσίμ =τι σχέδιο ,τι μορφή
- Μπλαστρώθκα = έπεσα
- Μπλιακιότσ'(ι) (το)= μικρό παιδί
- Μπλιγούρ' (το)= φαγητό από σιτάρι
- Μπουζ' (το)= παγωμένο
- Μπούκλα (η)= ξύλινο παγούρι
- Μπουλαντίζω = έχω τάση για εμετό (η μπουλαντίδα)
- Μπούμπουλας (ο)= μαύρο έντομο (μεταφορικά το μικρό παιδί)
- Μπουμπουνίτσα (η)= μεγάλη φωτιά
- Μπουνταλάς (ο)= χαζός
- Μπουντίνα (η)= μπρος πίσω κίνηση, κούνια
- Μπουρλιάζου = κάνω αρμαθιές (μπουρλιές) το καπνό
- Μπουρσούκ(ι) (το)= μικρό ζώο
- Μπουσνάρα (η)= τσέπη, ζώνη του παππού
- Μπούχτ'σα = βαρέθηκα, χόρτασα
- Μπουχτ'σιάς (ο)= μπόγος
- Μπράτ'μους (ο)= φίλος του γαμπρού που κανόνιζε τα του γάμου
- Μπρουμίτσα = έσκυψα (μεταφορικά κουράστηκα πολύ σε κάτι που κάνω)
- Μ'σούδ' (το)= μισή δραχμή, πενηντάλεπτο
- Μυγαρούδια (τα)= μυγαράκια