Σελίδα 13 από 26
Λ
- Λαγκεύου = λιμπίζομαι
- Λαγκιόλ =μέρος του αλετριού
- Λαγκόνια (τα)= τα πλευρά
- Λαλαγκίτα (η)= λουκουμάς
- Λάπατου (το)= αγριόχορτο
- Λάτκα (η)= μικρό πήλινο πυθάρι
- Λαφαζάνου (η)=φωνακλού
- Λάφια=λόγια
- Ληστί (το)= ψάρι της λίμνης (συνήθως παστωμένο)
- Λιανίζου = τεμαχίζω, κόβω σε κομάτια
- Λιέσ' (το)= βρωμιάρης
- Λιμαγμένους (ο)= πολύ πεινασμένος
- Λιμαριά (η)= τη φορούσαν στ' άλογα στο λαιμό για να σέρνουν το κάρο ή αλέτρι
- Λιούρτας (ο)= ψηλός κι άχαρος
- Λιπανίθρα (η)= αγριόχορτο των χωραφιών
- Λιχνούδ' (το)= μικρό βρέφος
- Λιχτούρ'ς (ο)= αχόρταγος
- Λόγαρους (ο)= αράχνη
- Λόντου (η)= παλαβιάρα
- Λουγκούρ'ς (ο) πολύ ψηλός
- Λουλός (ο)= παλαβός, τρελός
- Λουλουντάμαρου (το)= χαζός, παλαβιάρης
- Λούν'(ι) (η)= υγρή βρωμιά που δε καταστάλαξε
- Λούσ'κα = λούστηκα
- Λουχιρός (ο)= δροσερός
- Λυμπέτ (το)= ψυχιατρείο, τρελάδικο