Σελίδα 3 από 26
Α
- Αβντάλ'ς (ο)= άχαρος
- Αγγιό (το)= δοχείο
- Αγκριντιά (η)= χοντρό ξύλινο δοκάρι που στήριζε το πάτωμα
- Αγλήγουρα = γρήγορα
- Αγρικώ = καταλαβαίνω
- Αγρουστιρίδα (η)= το πουλί σιταρίθρα
- Αγρουχούχλιαβους (ο)= αγουροξυπνημένος
- Αδελφουμίρ' (το)= οικογενειακός κλήρος
- Άκλουθου (το)= ομφάλιος λώρος
- Αλαφρουκάνταρου (το)= ελαφρόμυαλος
- Αλιέσ (το)= ψοφίμι
- Αλμπίζουμι = λιμπίζομαι
- Αλόρτους (ο)= όρθιος
- Αλπαριά (η)= ψάρι της λίμνης (συνήθως παστωμένο)
- Αμάκα (η)= στο τζάμπα, χωρίς πληρωμή
- Αμπούχαβους (ο)= κούφιος, αυτός που δεν αντέχει
- Ανακούκουρδα = κάθομαι οκλαδόν
- Ανάμ' (το)= δυσάρεστο γεγονός
- Αναμούρα (η)= έξαψη
- Ανιβράει = αναβλίζει
- Ανιέγκασμα (το)= παρακίνηση
- Ανιέγκουνας (ο)= αγκώνας
- Ανιτάζου = καταριέμαι
- Αντέτ (το)= αυτό που πρέπει, που συνηθίζεται
- Αξούγκ'(ι) (το)= ξίγκι, λίπος
- Απόκαμα = κουράστηκα
- Απόρξει = απέβαλλε
- Απόστασα = κουράστηκα
- Απουλιάνα (η)= ακαλλιέργητο χωράφι
- Απουλνώ = αμολάω, αφήνω ελεύθερο
- Αράδα = συνέχεια, κατά σειρά
- Αργκιλέδ' (το)= ανεπρόκοπος
- Αρμιγάς (ο)= δοχείο αρμέγματος με χερούλι
- Αρμίζου = βουτώ την μπουκιά στο φαγητό
- Αρναούτ'ς (ο)= αυτός που δεν καταλαβαίνει
- Αρνιγκιάρ'ς (ο)= άρρωστος, ισχνός
- Αρνίθα (η)= κότα
- Αρτσιά (η)= λίπος του φαγητού
- Ασκένουμι = σιχαίνομαι
- Ασλούμπουτους (ο)= ασυμμάζευτος, αταίριαστος
- Ασμάζουχτους (ο)= ασυμμάζευτος, όχι νοικοκύρης
- Άσουγους (ο)= ανάρμοστος,αταίριαστος
- Αστόϊσα = ξέχασα
- Αστουχώ = ξεχνώ
- Αστριχιά (η)= το λούκι
- Αυραϊά (η)= παρτέρι με λουλούδια
- Αφκριέμι = προσπαθώ να ακούσω
- Αχμάκ'ς (ο)= τεμπέλης
- Αχούρ' (το)= σταύλος