Σελίδα 20 από 26
Σ
- Σαλιακοί (οι)= σαλιγκάρια
- Σαντάλια (τα)= αποξηραμένες αρμαθιές καπνού ανά 6-7 μαζί
- Σβούλους (ο)= μεγάλη χωμάτινη πέτρα στο χωράφι
- Σιαπσιαλ'ς (ο)= χαζός, επιπόλαιος
- Σιλτές (ο)= στρώμα από βαμβάκι
- Σιντούκ'(ι) (το)= σεντούκι
- Σιούτους (ο)= ο χωρίς κέρατα
- Σιργκί (το)= νοικοκυριό
- Σιρμα'ές (το)= απόθεμα οικονομικό, μαγιά
- Σιρμπέτ = πολύ γλυκό
- Σιτζίμ (το)= λεπτό σκοινί
- Σιτκούδ' (το)= μικρό σεντούκι
- Σκαμνιά (η)= μουριά
- Σκαμνόφ'λα (τα)= φύλλα μουριάς
- Σκαρδέλια (τα)= εξάρτημα του σαμαριού στο πίσω μέρος
- Σκάνταλους (ο)= τοξοειδής παγίδα από ξύλο κρανιάς για πουλιά
- Σκιάδα (η)= μεγάλο ψάθινο καπέλο για το χωράφι
- Σκιάμνα (τα)= σπυριά, μαντραβίτσες
- Σκιασιάρ'ς (ο)= άσεμνος, σιχαμένος
- Σκιάχ'κα = τρόμαξα
- Σκ'λώνου = στριμώχνομαι
- Σκ'νιάκους (ο)= αυτός που δε πιάνουν τα χέρια του με τίποτα, αδέξιος
- Σκουντουρίτσα (η)= σαύρα
- Σκουτνός (ο)= κακότυχος, μαύρος
- Σκ'φούνια (τα)= μάλλινες πλεκτές κάλτσες
- Σ'λουϊέμι = συλλογιέμαι
- Σμιαδγιακό = παράξενο
- Σ'νουρίζου = δίνω σημασία
- Σόμπουρους (ο)= κουβεντούλα στη γειτονιά
- Σουκλώνου = τρυπώ με αιχμηρό αντικείμενο
- Σουκακού (η) (και σουκακόσκλου) = συνήθως λεγόταν οι γυναίκες που τις άρεσαν οι βόλτες εκτός σπιτιού (από το σοκάκι-δρόμος)
- Σουκρουσούλ'(ι) (το)= αιχμηρό αντικείμενο με μύτη
- Σουρλάς (ο)= μουσούδα
- Σουρουλίγκους (ο)= ψηλός και στενός
- Σουρτουκλεμές (ο)= ο αχαΐρευτος, ο ασυμμάζευτος (και σουρτούκ'(ι))
- Σουφράς (ο)= μικρό στρόγγυλο τραπέζι
- Σπίρτου (το)= οινόπνευμα
- Σπιρτουλόους (ο)= γκαζάκι με οινόπνευμα, καμινέτο
- Σπλινίζουμι = στενοχωριέμαι
- Σπουρτιλάς (ο)= σπουργίτι
- Σταβάρ'(ι) (το)= το μπροστά μέρος της σπαρτικής μηχανής με τα σκαλιστήρια (για τον καπνό)
- Σταλαχίδα (η)= ανακάτωμα του στομαχιού, ανυπομονησία
- Σταφνίζου = σημαδεύω (παράγωγο από το σταθμίζω)
- Στάφνου (το)= σημάδι
- Στιχιό (το)= φάντασμα
- Στ'μιριά = δίπλα
- Στριπουκλίτ'ς (ο)= το πουλί
- Στρούγκλους (ο)= έντομο σα μεγάλη μύγα με πράσινο κεφάλι
- Σύρει = πήγαινε
- Σφαλ'νώ = κλείνω
- Σφουγκίζου = σκουπίζω-καθαρίζω με πανί