Αινίγματα
ΠΑΛΙΑ ΑΔΑΜΙΩΤΙΚΑ ΑΙΝΙΓΜΑΤΑ
- Ούλ’ μέρα φράστα φρούστα κι του βράδ’ πισ’ απ’ τ’πόρτα (σκούπα)
- Του μούτσουτσου του προύτσουτσου μ’έβαλι κι έκατσα (αγκάθι)
- Ούλ’ μέρα κρέας τρώει κι του βράδ’ τ’άστρα μιτράει (βουκέντρα)
- Ψ’λός ψ’λός καλόγιρους κι κόκκαλα δεν έχ’(ει) (καπνός)
- Κλειδώνου πηρατώνου κι η κλιέφτ’ς μέσα μέν’(ει) (ήλιος)
- Χίλια μίρια τζιντζιρούδια σ’ένα ρούχου τυλιγμένα (ρόδι)
- Κουντός κουντός καλόγηρους μι πίττα στου κιφάλ’(ι) τ’ (μανιτάρι)
- Χιλιάμερα, χιλιάσπυρα, χίλια να πεις να μην του βρης (χαβιάρι)
- Απού παν πιτσούδ’ απού κάτ’ πιτσούδ’ κι μέσα αλιβρούδ’ (κάστανο)
- Όρνιθα καρά-καρά, π’δάει τουν τράφου κι πιρνά (κολοκυθιά)
- Η γαμπρός τ’βάζ’ η νύφ’ τσιρίζ’(ει) (κλειδί και κλειδαρότρυπα)
- Ανάσκιλα κι αμπρούμτα κατ’ρούν οι κιρασούδις (κεραμίδια)
- Κόκουρας κακαβρακάτους, άμα λύσ’(ι) τα βρακιά τ’, ποιος μπουρεί να πάει κουντά τ’ (νερόμυλος και φτερωτή)
- Έχου δυό πιτρούδις, όπου τ’ς ρίχνου πάν’ (τα μάτια)
- Έχου ένα άλουγου, του δίνου ξύλου ζουντανιέυ’, του δίνου νιρό ψουφάει (φωτιά)
- Στην πόλ’ καίει κι ιδώ μυρίζ’ (θυμάμα)
- Έχου ένα μαύρου σκ’νί στην πολ’(η) φτάν’(ει) (μυρμήγκια)
- Πέντι μάστουρ’ έναν πύργου χτίζουν (βελόνες και σκουφούνι)
- Άσπρα, μαύρα προυβατούδια, ξ’λιένιους τσιόμπανους τα βόσκ’(ει) (σταφύλια)
- Έχου δυο αγγανούδια στουν τοίχου κουλλ’μένα (φρύδια)
- Του βάζου τιντών’(ει), του βγάζου ζαρών’(ει) (κάλτσα)
- Ένα πιάτου μέλ’(ι) τουν κόσμου χουρταίν’(ει) (ήλιος)
- Άσχημους πατέρας, όμουρφα πιδιά κι λουλό αγγόν’(ι) (κλήμα, σταφύλια, κρασί)
- Γράμματα γράφ’(ει) γραμματ’κός δεν είνι, σαμάρ’ φουράει γάδαρους δεν είνι, κέρατα έχ’(ει) βόδ’(ι) δεν είνι (σαλιγκάρι)
- Η παππούς η κουντουθόδουρους παλούκια φουρτουμένους (σκαντζόχοιρος)
- Μπάλουμα μι μπάλουμα κι ραφή δεν έχ’(ει) (λάχανο)
- Ένα κόσκ’νου καρύδια πάν’ απού τα κιραμίδια (άστρα)
- Απού πάν’ πιτσούδ’, απού κάτ’ πιτσούδ’ κι στ’ μέσ’ αστρούδ’ (σύκο)
- Έχου ένα βαριλούδ’, έχ’(ει) δυο λουγιών κρασούδ’ (αυγό)
- Όσου του μαλλάζου χουντραίν’(ει) (αδράχτι)
- Τ’ς μανιάς ανοίγ’(ει), τ’παππού κρέμιτι (γουδί-γουδοχέρι)
- Άσπρην ιγκλησιά, κίτρινους παπάς (αυγό)
- Μια καμήλα φουρτουμέν’(η) μεσ’ σι μια τρύπα σειβαίν’(ει) (κουτάλι)
- Έχου ένα κόπανου, έχ’(ει) ιφτά τρύπις (το κεφάλι, μάτια, αυτιά, ρουθούνια, στόμα)
- Σουρουλίγκους έπιζι κι η μάγκους χόριβι (σύνεργα που καλαμίζουν στον αργαλειό)
- Άπιαστου κι αμάλλιαστου κι αψαλιδουκούριφτου (φίδι)
- Πράσ’νου παλάτ’(ι), κόκκιν’ μπιρντέδις, μαύροι καλουέρ’ μέσα τλιγμέν’(οι) (καρπούζι)
- Γκόλιαρους βγαίν’(ει) μάλλιαρους μπαίν’(ει) (πόδι-σκουφούνι)
- Τ’ς βαβάς αφρίζ’(ει), τ’ παππού κουρδών’(ει) (πατητήρι)
- Ανοίγουν, κλούν οι κάμαρις κι κρότους δεν γρικιέτι (μάτια)
- Αψ’χου ψ’χή δε έχ’(ει), ψ’χές πάει, ψ’χές γυρίζ’(ει) (πλοίο)
- Τσίριν τσίριν κρέμουνταν κι κριματζιουλιούνταν, μα του Θιό, μα την Παναγιά φουβούμι να του πιάσου (καντήλι)
Από το βιβλίο “Το Αδάμ” (Βασιλείου Α. Ηλιάδου)